- αλαλομάρα
- η1. παραφροσύνη, παλαβομάρα2. σάστισμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < άλαλος + παραγ. κατάλ. –μάρα].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
άλαλος — η, ο (Α ἄλαλος, ον) αυτός που δεν μιλάει, άναυδος, άφωνος, βουβός, μουγγός νεοελλ. ανόητος, βλάκας, παλαβός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + λάλος < λαλῶ. ΠΑΡ. αλαλία νεοελλ. αλαλιάζω, αλαλογώ, αλαλομάρα] … Dictionary of Greek